Το Μαγικό Κατσαρολάκι
Μια φορά κι ένα καιρό υπήρχε ένα φτωχό αλλά καλό μικρό κορίτσι που ζούσε με τη μητέρα της. Ήταν πολύ φτωχές και δεν είχαν τίποτα να φάνε. Μια μέρα, το κοριτσάκι πήγε στο δάσος, και συνάντησε εκεί μια γριούλα η οποία γνώριζε τη θλίψη της. Εκείνη λοιπόν της χάρισε ένα μικρό κατσαρολάκι, το οποίο όταν του έλεγε,
"μαγείρεψε μικρό κατσαρολάκι", εκείνο μαγείρευε μόνο του μία πεντανόστιμη γλυκιά κρέμα, και όταν του έλεγε "σταμάτα μικρό κατσαρολάκι" εκείνο σταματούσε να μαγειρεύει.
Το κοριτσάκι ευχαρίστησε την καλή γριούλα και γύρισε στο σπίτι της μαζί με την μικρή κατσαρόλα. Σύντομα, εκείνη και η μητέρα της σώθηκαν από τη φτώχεια και την πείνα τους, αφού έτρωγαν όση γλυκιά κρέμα ήθελαν και όποτε πεινούσαν.
Μια μέρα που το κοριτσάκι είχε πάει βόλτα στο δάσος, η μητέρα της είπε στο κατσαρολάκι: "μαγείρεψε μικρό κατσαρολάκι" και το κατσαρολάκι μαγείρεψε κι εκείνη έφαγε μέχρι που χόρτασε. Τότε θέλησε να σταματήσει το κατσαρολάκι να μαγειρεύει μόνο που δε θυμόταν τη μαγική φράση. Συνέχισε έτσι το κατσαρολάκι να μαγειρεύει και να μαγειρεύει μέχρι που γέμισε κρέμα όλη η κουζίνα και το σπίτι ολόκληρο, και μετά το διπλανό σπίτι και μετά ο δρόμος, λες και ήθελε να χορτάσει την πείνα όλου του κόσμου. Μα κανείς δεν ήξερε πώς να το σταματήσει!
Στο τέλος, κι όταν μόνο ένα σπίτι είχε γλιτώσει κι είχε μείνει καθαρό, το κοριτσάκι γύρισε στο σπίτι. Μόλις αντίκρυσε την πόλη γεμάτη γλυκιά κρέμα είπε στο κατσαρολάκι, "σταμάτα μικρό κατσαρολάκι" εκείνο σταμάτησε το μαγείρεμα.
Όμως όποιος επιθυμούσε να επιστρέψει στην πόλη έπρεπε να φάει το δρόμο της επιστροφής!
"μαγείρεψε μικρό κατσαρολάκι", εκείνο μαγείρευε μόνο του μία πεντανόστιμη γλυκιά κρέμα, και όταν του έλεγε "σταμάτα μικρό κατσαρολάκι" εκείνο σταματούσε να μαγειρεύει.
Το κοριτσάκι ευχαρίστησε την καλή γριούλα και γύρισε στο σπίτι της μαζί με την μικρή κατσαρόλα. Σύντομα, εκείνη και η μητέρα της σώθηκαν από τη φτώχεια και την πείνα τους, αφού έτρωγαν όση γλυκιά κρέμα ήθελαν και όποτε πεινούσαν.
Μια μέρα που το κοριτσάκι είχε πάει βόλτα στο δάσος, η μητέρα της είπε στο κατσαρολάκι: "μαγείρεψε μικρό κατσαρολάκι" και το κατσαρολάκι μαγείρεψε κι εκείνη έφαγε μέχρι που χόρτασε. Τότε θέλησε να σταματήσει το κατσαρολάκι να μαγειρεύει μόνο που δε θυμόταν τη μαγική φράση. Συνέχισε έτσι το κατσαρολάκι να μαγειρεύει και να μαγειρεύει μέχρι που γέμισε κρέμα όλη η κουζίνα και το σπίτι ολόκληρο, και μετά το διπλανό σπίτι και μετά ο δρόμος, λες και ήθελε να χορτάσει την πείνα όλου του κόσμου. Μα κανείς δεν ήξερε πώς να το σταματήσει!
Στο τέλος, κι όταν μόνο ένα σπίτι είχε γλιτώσει κι είχε μείνει καθαρό, το κοριτσάκι γύρισε στο σπίτι. Μόλις αντίκρυσε την πόλη γεμάτη γλυκιά κρέμα είπε στο κατσαρολάκι, "σταμάτα μικρό κατσαρολάκι" εκείνο σταμάτησε το μαγείρεμα.
Όμως όποιος επιθυμούσε να επιστρέψει στην πόλη έπρεπε να φάει το δρόμο της επιστροφής!
Το Μαγικό Παράθυρο
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό αγόρι που αρρώστησε πολύ. Έπρεπε όλη μέρα να μένει στο κρεββάτι ανήμπορο να κουνηθεί. Δεν επιτρεπόταν στα άλλα παιδιά να τον πλησιάζουν κι αυτό έκανε το αγόρι να νιώθει πολύ άσχημα και να περνά τη μέρα του μέσα στη στεναχώρια. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο από το να κοιτά έξω από το παράθυρό του. Ο καιρός περνούσε κα η λύπη του όλο και μεγάλωνε. Μέχρι που μια μέρα είδε μια περίεργη σκιά στο παράθυρο. Ήταν ένας πιγκουίνος που έτρωγε ένα σάντουιτς με λουκάνικο! Ο πιγκουίνος μπήκε για μια στιγμή από το παράθυρο, είπε "Καλημέρα!" στο αγόρι και εξαφανίστηκε. Φυσικά η έκπληξη του αγοριού ήταν μεγάλη. Προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί, όταν από το παράθυρό του είδε μια μαϊμού να προσπαθεί να φουσκώσει ένα μπαλόνι. Στην αρχή το αγόρι προσπαθούσε να συνηδειτοποιήσει τι συνέβαινε, όταν όμως άρχισαν όλο και πιο περίεργοι χαρακτήρες να εμφανίζονται στο παράθυρό του, ξέσπασε σε γέλια.
Μα πώς να μη γελάσει κανείς βλέποντας ένα καγκουρό να παίζει ταμπούρλο, έναν ελέφαντα να κάνει τραμπολίνο, ή ένα σκύλο να φοράει γυαλιά και να διαβάζει εφημερίδα! Το αγόρι δεν είπε τίποτα σε κανένα για όλα αυτά γιατί ποιος θα το πίστευε; Όλα αυτα τα παράξενα ζωάκια κατάφεραν να το κάνουν να γελάσει και να γεμίσουν ξανά με χαρά την καρδιά και το σώμα του. Δεν πέρασε πολύς καιρός και η υγεία του αγοριού βελτιώθηκε τόσο πολύ που γρήγορα μπόρεσε να γυρίσει ξανά στο σχολείο του.
Εκεί συνάντησε ξανά τους φίλους του και τους εξιστόρησε τα πάντα για τα παράξενα πράγματα που είδε στο παράθυρό
του.
Μα πώς να μη γελάσει κανείς βλέποντας ένα καγκουρό να παίζει ταμπούρλο, έναν ελέφαντα να κάνει τραμπολίνο, ή ένα σκύλο να φοράει γυαλιά και να διαβάζει εφημερίδα! Το αγόρι δεν είπε τίποτα σε κανένα για όλα αυτά γιατί ποιος θα το πίστευε; Όλα αυτα τα παράξενα ζωάκια κατάφεραν να το κάνουν να γελάσει και να γεμίσουν ξανά με χαρά την καρδιά και το σώμα του. Δεν πέρασε πολύς καιρός και η υγεία του αγοριού βελτιώθηκε τόσο πολύ που γρήγορα μπόρεσε να γυρίσει ξανά στο σχολείο του.
Εκεί συνάντησε ξανά τους φίλους του και τους εξιστόρησε τα πάντα για τα παράξενα πράγματα που είδε στο παράθυρό
του.
Όση ώρα μιλούσε με τον καλύτερό του φίλο, το αγόρι είδε κάτι περίεργο να ξεπροβάλει από τη τσάντα του φίλου του. Ρώτησε τι ήταν και μάλιστα επέμενε τόσο πολύ που ο φίλος του αναγκάστηκε να του πει τι έκρυβε μέσα στην τσάντα του:
Μέσα εκεί υπήρχαν όλα τα φανταχτερά ρουχαλάκια κα μεταμφιέσεις που χρησιμοποιούσε τόσο καιρό ο φίλος του αγοριού για να τον χαροποιήσει.
Από εκείνη τη μέρα το αγόρι έκανε τα πάντα για να κάνει τους άλλους χαρούμενους κι ευτυχισμένους.
Μέσα εκεί υπήρχαν όλα τα φανταχτερά ρουχαλάκια κα μεταμφιέσεις που χρησιμοποιούσε τόσο καιρό ο φίλος του αγοριού για να τον χαροποιήσει.
Από εκείνη τη μέρα το αγόρι έκανε τα πάντα για να κάνει τους άλλους χαρούμενους κι ευτυχισμένους.
Χρωματιστά Ζώα
(Εκπαιδευτικός χαρακτήρας ιστορίας: Να αποφεύγουμε τις προκαταλήψεις και να είμαστε ανοιχτόμυαλοι)
Πριν πολλά πολλά χρόνια, κάθε είδος ζώου ζούσε στη δική του ξεχωριστή χώρα η οποία είχε το ίδιο χρώμα με αυτό. Κάθε είδος ζώου γνώριζε μόνο για τη δική του χώρα και δεν είχε ιδέα ότι υπήρχαν κι άλλες χρωματιστές χώρες.
Μια μέρα, στη χώρα των πορτοκαλί ελεφάντων ένα μικρό πουλάκι φώναξε ότι είδε μία μωβ αγελάδα. Κανείς όμως δεν το πίστεψε, κι έτσι το πουλάκι τους ζήτησε να το ακολουθήσουν στα σύνορα. Όταν έφτασαν είδαν ότι το πουλάκι έλεγε την αλήθεια. Πέρα μακριά αντίκρυσαν μια μωβ χώρα. Οι μωβ αγελάδες εξεπλάγησαν πολύ μόλις είδαν τους πορτοκαλί ελέφαντες. Τότε, αγελάδες και ελέφαντες αποφάσισαν να ψάξουν για τη χώρα των μπλε αρκούδων.
Έτσι, ξεκίνησαν ένα μεγάλο ταξίδι μέσα από πολλές χώρες με πολλά χρωματιστά ζώα, όπου καθένα από αυτά προσέθετε το δικό του ιδιαίτερο χρώμα στην εκστρατεία.
Όταν συγκεντρώθηκαν όλα τα ζώα, άρχισε να βρέχει δυνατά, και η βροχή αυτή ανακάτεψε τα χρώματα των ζώων, αφήνοντας καθένα από αυτά με το χρώμα που έχει τώρα.
Πριν πολλά πολλά χρόνια, κάθε είδος ζώου ζούσε στη δική του ξεχωριστή χώρα η οποία είχε το ίδιο χρώμα με αυτό. Κάθε είδος ζώου γνώριζε μόνο για τη δική του χώρα και δεν είχε ιδέα ότι υπήρχαν κι άλλες χρωματιστές χώρες.
Μια μέρα, στη χώρα των πορτοκαλί ελεφάντων ένα μικρό πουλάκι φώναξε ότι είδε μία μωβ αγελάδα. Κανείς όμως δεν το πίστεψε, κι έτσι το πουλάκι τους ζήτησε να το ακολουθήσουν στα σύνορα. Όταν έφτασαν είδαν ότι το πουλάκι έλεγε την αλήθεια. Πέρα μακριά αντίκρυσαν μια μωβ χώρα. Οι μωβ αγελάδες εξεπλάγησαν πολύ μόλις είδαν τους πορτοκαλί ελέφαντες. Τότε, αγελάδες και ελέφαντες αποφάσισαν να ψάξουν για τη χώρα των μπλε αρκούδων.
Έτσι, ξεκίνησαν ένα μεγάλο ταξίδι μέσα από πολλές χώρες με πολλά χρωματιστά ζώα, όπου καθένα από αυτά προσέθετε το δικό του ιδιαίτερο χρώμα στην εκστρατεία.
Όταν συγκεντρώθηκαν όλα τα ζώα, άρχισε να βρέχει δυνατά, και η βροχή αυτή ανακάτεψε τα χρώματα των ζώων, αφήνοντας καθένα από αυτά με το χρώμα που έχει τώρα.