Η Πηγή της Χαράς
(Εκπαιδευτικός χαρακτήρας ιστορίας: Καλοσύνη και Φιλανθρωπία)
Κάποτε ζούσε ένα κορίτσι, που δεν είχε καθόλου παιχνίδια, ούτε χρήματα. Παρόλα αυτά ήταν ένα πολύ χαρούμενο μικρό κορίτσι. Έλεγε ότι αυτό που την έκανε χαρούμενη ήταν να κάνει πράγματα για άλλους, και ότι αυτό την έκανε να αισθάνεται πολύ όμορφα μέσα της.
Κανείς όμως δεν τη πίστευε πραγματικά. Περνούσε όλη τη μέρα της βοηθώντας τους άλλους,δίνοντας ελεημοσύνη στους φτωχούς και φροντίζοντας εγκαταλειμμένα ζώα. Πολύ σπάνια έκανε κάτι για τον εαυτό της.
Μια φορά το κοριτσάκι συνάντησε ένα γιατρό, ο οποίος βρήκε τόσο περίεργη την υπόθεσή της, που αποφάσισε να την διερευνήσει.
Εγκατέστησε ένα σύστημα με κάμερες και σωλήνες και έτσι ο γιατρός κατάφερε να εντοπίσει τι συνέβαινε στο κορίτσι. Αυτό που ανακάλυψε ήταν πραγματική έκπληξη. Κάθε φορά που το κοριτσάκι έκανε μία καλή πράξη, χιλιάδες μικροσκοπικοί άγγελοι μαζεύονταν γύρω από την καρδούλα της και τη γαργαλούσαν!
Κανείς όμως δεν τη πίστευε πραγματικά. Περνούσε όλη τη μέρα της βοηθώντας τους άλλους,δίνοντας ελεημοσύνη στους φτωχούς και φροντίζοντας εγκαταλειμμένα ζώα. Πολύ σπάνια έκανε κάτι για τον εαυτό της.
Μια φορά το κοριτσάκι συνάντησε ένα γιατρό, ο οποίος βρήκε τόσο περίεργη την υπόθεσή της, που αποφάσισε να την διερευνήσει.
Εγκατέστησε ένα σύστημα με κάμερες και σωλήνες και έτσι ο γιατρός κατάφερε να εντοπίσει τι συνέβαινε στο κορίτσι. Αυτό που ανακάλυψε ήταν πραγματική έκπληξη. Κάθε φορά που το κοριτσάκι έκανε μία καλή πράξη, χιλιάδες μικροσκοπικοί άγγελοι μαζεύονταν γύρω από την καρδούλα της και τη γαργαλούσαν!
Αυτή λοιπόν ήταν η αιτία της χαράς του κοριτσιού, μα ο γιατρός συνέχισε να την εξετάζει μέχρι που ανακάλυψε ότι όλοι έχουμε μέσα μας μικροσκοπικά αγγελάκια.
Δυστυχώς όμως διαπίστωσε ότι οι καλές μας πράξεις είναι τόσο λίγες, που τα αγγελάκια μας δεν έχουν κάτι να κάνουν και νιώθουν μεγάλη πλήξη.
Έτσι λοιπόν ανακαλύφθηκε το Μυστικό της Χαράς. Χάρη στο μικρό κοριτσάκι ξέρουμε πολύ καλά τι πρέπει να κάνουμε για να νιώσουμε κι εμείς το γαργαλητό στις καρδιές μας.
Δυστυχώς όμως διαπίστωσε ότι οι καλές μας πράξεις είναι τόσο λίγες, που τα αγγελάκια μας δεν έχουν κάτι να κάνουν και νιώθουν μεγάλη πλήξη.
Έτσι λοιπόν ανακαλύφθηκε το Μυστικό της Χαράς. Χάρη στο μικρό κοριτσάκι ξέρουμε πολύ καλά τι πρέπει να κάνουμε για να νιώσουμε κι εμείς το γαργαλητό στις καρδιές μας.
Τα Τακτοποιημένα Παιχνίδια
(Εκπαιδευτικός χαρακτήρας ιστορίας: Καθαριότητα)
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα αγόρι, ο Γιάννης, ο οποίος μετακόμισε με την οικογένειά του σε καινούριο σπίτι. Όταν μπήκε στη νέα του κρεβατοκάμαρα είδε ότι ήταν γεμάτη παιχνίδια, βιβλία με παραμύθια, στυλό,μολύβια…και όλα αυτά ήταν τέλεια τακτοποιημένα. Εκείνη τη μέρα έπαιξε με ό,τι του άρεσε, αλλά όταν ήρθε η ώρα να πέσει για ύπνο τα άφησε όλα ακατάστατα.
Μυστηριωδώς, το επόμενο πρωί όλα τα παιχνίδια είχαν μπει ξανά στη θέση τους. Ο Γιάννης ήταν σίγουρος ότι κανείς δεν είχε μπει στο δωμάτιό του, αλλά δεν έδωσε και πολύ σημασία. Κι εκείνη τη μέρα συνέβη το ίδιο πράγμα, και την επόμενη, αλλά όταν έφτασε η τέταρτη μέρα και πήγε να πάρει το πρώτο παιχνίδι του, αυτό πήδηξε από τα χέρια του και είπε: «Δε θέλω να παίξω μαζί σου!»
Ο Γιάννης νόμιζε ότι το φαντάστηκε αυτό, μα το ίδιο συνέβη με οποιοδήποτε παιχνίδι πήρε στα χέρια του. Τελικά, ένα παλιό αρκουδάκι του είπε: «Γιατί εκπλήσσεσαι που δε θέλουμε να παίξουμε μαζί σου; Πάντα μας αφήνεις τόσο πολύ μακριά από την κανονική μας θέση, εκεί που νιώθουμε ασφαλή, άνετα και χαρούμενα. Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι για τα βιβλία να σκαρφαλώσουν πίσω στα ράφια τους, ή στα στυλό να πηδήξουν μέσα στη θήκη τους; Δεν έχεις ιδέα πόσο κρύο και άβολο είναι το πάτωμα! Δε θα ξαναπαίξουμε μαζί σου αν δεν μας υποσχεθείς ότι προτού πας για ύπνο θα μας βάζεις στα μικρά μας κρεβατάκια».
Ο Γιάννης θυμήθηκε πόσο άνετα και ευχάριστα ένιωθε στο κρεβάτι του, και πόσο άβολα ένιωσε όταν κάποτε κοιμήθηκε πάνω σε μία καρέκλα.
Συνειδητοποίησε πόσο άσχημα είχε φερθεί ως τώρα στους φίλους του, τα παιχνίδια. Τους ζήτησε να τον συγχωρήσουν και από εκείνη τη μέρα έβαζε πάντα όμορφα τα παιχνίδια στις θέσεις τους προτού πάει να κοιμηθεί.
Μυστηριωδώς, το επόμενο πρωί όλα τα παιχνίδια είχαν μπει ξανά στη θέση τους. Ο Γιάννης ήταν σίγουρος ότι κανείς δεν είχε μπει στο δωμάτιό του, αλλά δεν έδωσε και πολύ σημασία. Κι εκείνη τη μέρα συνέβη το ίδιο πράγμα, και την επόμενη, αλλά όταν έφτασε η τέταρτη μέρα και πήγε να πάρει το πρώτο παιχνίδι του, αυτό πήδηξε από τα χέρια του και είπε: «Δε θέλω να παίξω μαζί σου!»
Ο Γιάννης νόμιζε ότι το φαντάστηκε αυτό, μα το ίδιο συνέβη με οποιοδήποτε παιχνίδι πήρε στα χέρια του. Τελικά, ένα παλιό αρκουδάκι του είπε: «Γιατί εκπλήσσεσαι που δε θέλουμε να παίξουμε μαζί σου; Πάντα μας αφήνεις τόσο πολύ μακριά από την κανονική μας θέση, εκεί που νιώθουμε ασφαλή, άνετα και χαρούμενα. Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι για τα βιβλία να σκαρφαλώσουν πίσω στα ράφια τους, ή στα στυλό να πηδήξουν μέσα στη θήκη τους; Δεν έχεις ιδέα πόσο κρύο και άβολο είναι το πάτωμα! Δε θα ξαναπαίξουμε μαζί σου αν δεν μας υποσχεθείς ότι προτού πας για ύπνο θα μας βάζεις στα μικρά μας κρεβατάκια».
Ο Γιάννης θυμήθηκε πόσο άνετα και ευχάριστα ένιωθε στο κρεβάτι του, και πόσο άβολα ένιωσε όταν κάποτε κοιμήθηκε πάνω σε μία καρέκλα.
Συνειδητοποίησε πόσο άσχημα είχε φερθεί ως τώρα στους φίλους του, τα παιχνίδια. Τους ζήτησε να τον συγχωρήσουν και από εκείνη τη μέρα έβαζε πάντα όμορφα τα παιχνίδια στις θέσεις τους προτού πάει να κοιμηθεί.
Το Δέντρο και τα Λαχανικά
(Εκπαιδευτικός χαρακτήρας ιστορίας: Γενναιοδωρία και ομαδικότητα)
Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένα υπέροχο περιβόλι, στο οποίο μεγάλωνε ένα δέντρο με πολλά φύλλα. Το περιβόλι μαζί με το δέντρο χάριζαν σε όλο το μέρος μια πανέμορφη εικόνα και ήταν πραγματικά το καμάρι του ιδιοκτήτη τους. Αυτό που δε γνώριζε κανείς ήταν ότι τα λαχανικά και το δέντρο δεν τα πήγαιναν καθόλου καλά μαζί και για την ακρίβεια δεν άντεχαν να βρίσκονται μαζί. Τα λαχανικά μισούσαν τη σκιά του δέντρου γιατί τους άφηνε ελάχιστο φως΄του ήλιου ώστε να μεγαλώνουν. Από την άλλη μεριά, το δέντρο, δεν ήθελε τα λαχανικά γιατί έπιναν όλο το νερό που τους έριχνε ο κηπουρός του περιβολιού προτού καν φτάσει σε αυτό, αφήνοντάς του ελάχιστο, τόσο όσο να επιβιώνει.
Μια μέρα, η κατάσταση έγινε τόσο δύσκολη που τα λαχανικά αποφάσισαν να πιουν όλο το νερό για να αφήσουν το δέντρο να ξεραθεί. Το δέντρο τότε αρνήθηκε να ρίξει τη σκιά του πάνω τους το καταμεσήμερο και έτσι ο καυτός ήλιος άρχισε να τα ξηραίνει. Σύντομα, τα λαχανικά μαράθηκαν και τα κλαδιά του δέντρου ξεράθηκαν.
Κανένας τους δεν σκέφτηκε ότι ο κηπουρός, βλέποντας την άσχημη εικόνα του περιβολιού, θα σταματούσε να τα ποτίζει. Και τότε κατάλαβαν τα λαχανικά και το δέντρο τι πραγματικά σήμαινε δίψα! Πόσο άσχημη ήταν η κατάσταση, κανείς δεν ήξερε τι να κάνει. Μέχρι που μια στιγμή, ένα μικρό κολοκυθάκι κατάλαβε τι συνέβαινε, και αποφάσισε να λύσει το πρόβλημα. Παρά το ελάχιστο νερό και την τρομερή ζέστη, το κολοκυθάκι έβαλε τα δυνατά του και έκανε ό,τι μπορούσε για να μεγαλώσει...να μεγαλώσει... να μεγαλώσει
Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένα υπέροχο περιβόλι, στο οποίο μεγάλωνε ένα δέντρο με πολλά φύλλα. Το περιβόλι μαζί με το δέντρο χάριζαν σε όλο το μέρος μια πανέμορφη εικόνα και ήταν πραγματικά το καμάρι του ιδιοκτήτη τους. Αυτό που δε γνώριζε κανείς ήταν ότι τα λαχανικά και το δέντρο δεν τα πήγαιναν καθόλου καλά μαζί και για την ακρίβεια δεν άντεχαν να βρίσκονται μαζί. Τα λαχανικά μισούσαν τη σκιά του δέντρου γιατί τους άφηνε ελάχιστο φως΄του ήλιου ώστε να μεγαλώνουν. Από την άλλη μεριά, το δέντρο, δεν ήθελε τα λαχανικά γιατί έπιναν όλο το νερό που τους έριχνε ο κηπουρός του περιβολιού προτού καν φτάσει σε αυτό, αφήνοντάς του ελάχιστο, τόσο όσο να επιβιώνει.
Μια μέρα, η κατάσταση έγινε τόσο δύσκολη που τα λαχανικά αποφάσισαν να πιουν όλο το νερό για να αφήσουν το δέντρο να ξεραθεί. Το δέντρο τότε αρνήθηκε να ρίξει τη σκιά του πάνω τους το καταμεσήμερο και έτσι ο καυτός ήλιος άρχισε να τα ξηραίνει. Σύντομα, τα λαχανικά μαράθηκαν και τα κλαδιά του δέντρου ξεράθηκαν.
Κανένας τους δεν σκέφτηκε ότι ο κηπουρός, βλέποντας την άσχημη εικόνα του περιβολιού, θα σταματούσε να τα ποτίζει. Και τότε κατάλαβαν τα λαχανικά και το δέντρο τι πραγματικά σήμαινε δίψα! Πόσο άσχημη ήταν η κατάσταση, κανείς δεν ήξερε τι να κάνει. Μέχρι που μια στιγμή, ένα μικρό κολοκυθάκι κατάλαβε τι συνέβαινε, και αποφάσισε να λύσει το πρόβλημα. Παρά το ελάχιστο νερό και την τρομερή ζέστη, το κολοκυθάκι έβαλε τα δυνατά του και έκανε ό,τι μπορούσε για να μεγαλώσει...να μεγαλώσει... να μεγαλώσει
Μεγάλωσε τόσο πολύ που ο κηπουρός άρχισε ξανά να ποτίζει το περιβόλι. Ήταν τόσο μεγάλο και όμορφο το κολοκύθι που ο κηπουρός αποφάσισε να το πάει σε διαγωνισμό κηπουρικής!
Έτσι, κατάλαβαν τα λαχανικά και το δέντρο, ότι ήταν προτιμότερο να βοηθούν ο ένας τον άλλο από το να τσακώνονται. Έπρεπε να μάθουν πώς να ζουν αρμονικά με τους γύρω τους, κάνοντας το καλύτερο που μπορούν. Αποφάσισαν λοιπόν να συνεργαστούν, συνδυάζοντας όσο καλύτερα μπορούσαν τη σκιά και το νερό για να μεγαλώσουν σωστά τα λαχανικά.
Ο κηπουρός είδε πόσο καλά τα πήγαιναν μαζί και άρχισε να φροντίζει όσο περισσότερο μπορούσε το περιβόλι του, το πότιζε και του έριχνε λίπασμα μέχρι που έγινε το ομορφότερο περιβόλι του χωριού!
Έτσι, κατάλαβαν τα λαχανικά και το δέντρο, ότι ήταν προτιμότερο να βοηθούν ο ένας τον άλλο από το να τσακώνονται. Έπρεπε να μάθουν πώς να ζουν αρμονικά με τους γύρω τους, κάνοντας το καλύτερο που μπορούν. Αποφάσισαν λοιπόν να συνεργαστούν, συνδυάζοντας όσο καλύτερα μπορούσαν τη σκιά και το νερό για να μεγαλώσουν σωστά τα λαχανικά.
Ο κηπουρός είδε πόσο καλά τα πήγαιναν μαζί και άρχισε να φροντίζει όσο περισσότερο μπορούσε το περιβόλι του, το πότιζε και του έριχνε λίπασμα μέχρι που έγινε το ομορφότερο περιβόλι του χωριού!
η Καλύτερη Επιλογή
(Εκπαιδευτικός χαρακτήρας ιστορίας: Να μάθουμε τι είναι πραγματικά σημαντικό)
Ροντ και Τοντ. Έτσι έλεγαν τα δύο τυχερά παιδιά που επιλέχθηκαν να πάνε να συναντήσουν τον Άγιο Βασίλη στο Βόρειο Πόλο. Ένα μαγικό έλκυθρο έφτασε εκείνη τη μέρα στα σπίτια τους για να τους πάρει, όπου πέταξαν βόρεια, χορεύοντας μέσα από τα σύννεφα, καθώς ακούγονταν υπέροχες χριστουγεννιάτικες μελωδίες. Κάθετι που συναντούσαν στο δρόμο τους φαινόταν καταπληκτικά υπέροχο, και ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Με αγωνία περίμεναν να αντικρύσουν τον Άγιο Βασίλη, που τόσα χρόνια τους πήγαινε δώρα κάθε Χριστούγεννα.
Όταν επιτέλους έφτασε η στιγμή, μπήκαν μέσα σε μία μεγάλη αίθουσα μένοντας μόνοι. Η αίθουσα ήταν άδεια, μόνο ένα μεγάλο γραφείο βρισκόταν δεξιά στο πίσω μέρος και μία μεγάλη καρέκλα δίπλα του. Τότε εμφανίστηκαν τρία ξωτικά λέγοντας:
"Ο Άγιος Βασίλης είναι απασχολημένος. Θα τον δείτε για πάρα πολύ λίγο και φροντίστε να το αξιοποιήσετε αυτό όσο μπορείτε." Ο Ροντ και ο Τοντ περίμεναν για αρκετή ώρα. Μέσα στην ησυχία, προσπαθούσαν να σκεφτούν τι θα έλεγαν. Ξέχασαν όμως τα πάντα μόλις η αίθουσα γέμισε φώτα και χρώματα. Ο Άγιος Βασίλης εμφανίστηκε καθισμένος στη μεγάλη καρέκλα και το γραφείο γέμισε με όλα τα παιχνίδια που ήθελαν πάντα τα δύο αγόρια. Φανταστικό! Ο Τοντ έτρεξε αμέσως να αγκαλιάσει τον Άγιο Βασίλη, ενώ ο Ρόντ πήγε κατευθείαν στο ποδήλατο που παντα ονειρευόταν. Ο Άγιος Βασίλης έμεινε κοντά τους για μερικά δευτερόλεπτα, τόσο όσο να προλάβει ο Τοντ να του πει "Ευχαριστώ" και να νιώσει σαν το πιο ευτυχισμένο παιδί στον κόσμο. Μετά εξαφανίστηκε προτού ο Ροντ τον κοιτάξει καν. Ο Ροντ ένιωσε ότι έχασε τη μεγάλη του ευκαιρία να δει τον Άγιο Βασίλη αφού ενδιαφέρθηκε πρώτα για τα παιχνίδια. Έκλαψε και παραπονέθηκε, απαιτώντας να επιστρέψει ο Άγιος Βασίλης, αλλά μετά από λίγο τα παιδιά επέστρεψαν στα σπίτια τους.
Από εκείνη τη μέρα, κάθε φορά που ο Ροντ έβλεπε ένα παιχνίδι, ένιωθε τη χαρά του δώρου, αλλά κοιτούσε τριγύρω για να δει τι άλλο σημαντικό έχανε. Με αυτόν τον τρόπο είδε τα λυπημένα μάτια των φτωχών παιδιών που το μεγαλύτερο δώρο τους μπορούσε να είναι ακόμη και ένα κομματάκι ψωμί και των μοναχών ανθρώπων που για χρόνια δεν είχαν κανέναν να τους αγκαλιάσει και να τους πει "σ'αγαπω". Και σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στο Βόρειο Πόλο, που δεν ήξερε τι να διαλέξει, ο Ροντ έμαθε να επιλέγει σωστά, βοηθώντας εκείνους που δεν είχαν τίποτα, δίνοντας αγάπη σε όσους την είχαν ανάγκη, και χαρίζοντας χαμόγελα στους λυπημένους. Πέρασε καιρός και ο Ροντ κατάφερε να κάνει την πόλη του πιο χαρούμενη και όλοι να τον αγαπούν για την καλοσύνη του.
Και τότε, τη νύχτα των επόμενων Χριστουγέννων, ενώ ο Ροντ κοιμόταν, ένιωσε κάτι να του γαργαλάει το πόδι. Άνοιξε τα μάτια του και είδε τη μακριά άσπρη γενειάδα, τη μαλακή κόκκινη φορεσιά...και μια μεγάλη ζεστή αγκαλιά να τον τυλίγει. 'Ηταν μαζί του, ο Άγιος Βασίλης, μαζί του για λίγο, όταν ο Ροντ μίλησε, με σιγανή φωνή, γεμάτη δάκρια:
"Συγχώρησέ με. Δεν ήξερα πώς να διαλέξω το σημαντικότερο πράγμα".
Τότε ο Άγιος Βασίλης χαμογέλασε και είπε:
"Ξέχασέ το. Απόψε ήμουν εγώ αυτός που έπρεπε να διαλέξει και διάλεξα να περάσω λίγο χρόνο με το καλύτερο παιδί στον κόσμο, πριν σου αφήσω το μεγαλύτερο δώρο που κέρδισες για τον εαυτό σου. Σε Ευχαριστώ!"
Το επόμενο πρωί κανένα δώρο δεν υπήρχε κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Έκεινα τα Χριστούγεννα, το δώρο ήταν τόσο μεγάλο που δε χωρούσε να περάσει από την καμινάδα. Το μόνο μέρος στο οποίο χωρούσε ήταν η καρδιά του Ροντ.
Ροντ και Τοντ. Έτσι έλεγαν τα δύο τυχερά παιδιά που επιλέχθηκαν να πάνε να συναντήσουν τον Άγιο Βασίλη στο Βόρειο Πόλο. Ένα μαγικό έλκυθρο έφτασε εκείνη τη μέρα στα σπίτια τους για να τους πάρει, όπου πέταξαν βόρεια, χορεύοντας μέσα από τα σύννεφα, καθώς ακούγονταν υπέροχες χριστουγεννιάτικες μελωδίες. Κάθετι που συναντούσαν στο δρόμο τους φαινόταν καταπληκτικά υπέροχο, και ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Με αγωνία περίμεναν να αντικρύσουν τον Άγιο Βασίλη, που τόσα χρόνια τους πήγαινε δώρα κάθε Χριστούγεννα.
Όταν επιτέλους έφτασε η στιγμή, μπήκαν μέσα σε μία μεγάλη αίθουσα μένοντας μόνοι. Η αίθουσα ήταν άδεια, μόνο ένα μεγάλο γραφείο βρισκόταν δεξιά στο πίσω μέρος και μία μεγάλη καρέκλα δίπλα του. Τότε εμφανίστηκαν τρία ξωτικά λέγοντας:
"Ο Άγιος Βασίλης είναι απασχολημένος. Θα τον δείτε για πάρα πολύ λίγο και φροντίστε να το αξιοποιήσετε αυτό όσο μπορείτε." Ο Ροντ και ο Τοντ περίμεναν για αρκετή ώρα. Μέσα στην ησυχία, προσπαθούσαν να σκεφτούν τι θα έλεγαν. Ξέχασαν όμως τα πάντα μόλις η αίθουσα γέμισε φώτα και χρώματα. Ο Άγιος Βασίλης εμφανίστηκε καθισμένος στη μεγάλη καρέκλα και το γραφείο γέμισε με όλα τα παιχνίδια που ήθελαν πάντα τα δύο αγόρια. Φανταστικό! Ο Τοντ έτρεξε αμέσως να αγκαλιάσει τον Άγιο Βασίλη, ενώ ο Ρόντ πήγε κατευθείαν στο ποδήλατο που παντα ονειρευόταν. Ο Άγιος Βασίλης έμεινε κοντά τους για μερικά δευτερόλεπτα, τόσο όσο να προλάβει ο Τοντ να του πει "Ευχαριστώ" και να νιώσει σαν το πιο ευτυχισμένο παιδί στον κόσμο. Μετά εξαφανίστηκε προτού ο Ροντ τον κοιτάξει καν. Ο Ροντ ένιωσε ότι έχασε τη μεγάλη του ευκαιρία να δει τον Άγιο Βασίλη αφού ενδιαφέρθηκε πρώτα για τα παιχνίδια. Έκλαψε και παραπονέθηκε, απαιτώντας να επιστρέψει ο Άγιος Βασίλης, αλλά μετά από λίγο τα παιδιά επέστρεψαν στα σπίτια τους.
Από εκείνη τη μέρα, κάθε φορά που ο Ροντ έβλεπε ένα παιχνίδι, ένιωθε τη χαρά του δώρου, αλλά κοιτούσε τριγύρω για να δει τι άλλο σημαντικό έχανε. Με αυτόν τον τρόπο είδε τα λυπημένα μάτια των φτωχών παιδιών που το μεγαλύτερο δώρο τους μπορούσε να είναι ακόμη και ένα κομματάκι ψωμί και των μοναχών ανθρώπων που για χρόνια δεν είχαν κανέναν να τους αγκαλιάσει και να τους πει "σ'αγαπω". Και σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στο Βόρειο Πόλο, που δεν ήξερε τι να διαλέξει, ο Ροντ έμαθε να επιλέγει σωστά, βοηθώντας εκείνους που δεν είχαν τίποτα, δίνοντας αγάπη σε όσους την είχαν ανάγκη, και χαρίζοντας χαμόγελα στους λυπημένους. Πέρασε καιρός και ο Ροντ κατάφερε να κάνει την πόλη του πιο χαρούμενη και όλοι να τον αγαπούν για την καλοσύνη του.
Και τότε, τη νύχτα των επόμενων Χριστουγέννων, ενώ ο Ροντ κοιμόταν, ένιωσε κάτι να του γαργαλάει το πόδι. Άνοιξε τα μάτια του και είδε τη μακριά άσπρη γενειάδα, τη μαλακή κόκκινη φορεσιά...και μια μεγάλη ζεστή αγκαλιά να τον τυλίγει. 'Ηταν μαζί του, ο Άγιος Βασίλης, μαζί του για λίγο, όταν ο Ροντ μίλησε, με σιγανή φωνή, γεμάτη δάκρια:
"Συγχώρησέ με. Δεν ήξερα πώς να διαλέξω το σημαντικότερο πράγμα".
Τότε ο Άγιος Βασίλης χαμογέλασε και είπε:
"Ξέχασέ το. Απόψε ήμουν εγώ αυτός που έπρεπε να διαλέξει και διάλεξα να περάσω λίγο χρόνο με το καλύτερο παιδί στον κόσμο, πριν σου αφήσω το μεγαλύτερο δώρο που κέρδισες για τον εαυτό σου. Σε Ευχαριστώ!"
Το επόμενο πρωί κανένα δώρο δεν υπήρχε κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Έκεινα τα Χριστούγεννα, το δώρο ήταν τόσο μεγάλο που δε χωρούσε να περάσει από την καμινάδα. Το μόνο μέρος στο οποίο χωρούσε ήταν η καρδιά του Ροντ.
Το πεινασμένο ποντικάκι
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα ποντικάκι πολύ δυστυχισμένο. Δεν μπορούσε να βρει πουθενά φαγητό. Έψαχνε εδώ κι εκεί, αλλά δεν έβρισκε τίποτα να φάει, μέχρι που αδυνάτησε πολύ.
Μια μέρα βρήκε ένα καλαθάκι γεμάτο καλαμπόκι. Στο καλαθάκι υπήρχε μια μικρή τρυπούλα και από εκεί τρύπωσε μέσα. Μόλις που χωρούσε να περάσει μέσα από την τρύπα.
Άρχισε να τρώει λαίμαργα το καλαμπόκι. Πω πω τι πείνα που είχε το καημένο. Καθώς ήταν τόσο πεινασμένο, έφαγε πολύ, και συνέχιζε να τρώει και να τρώει. Φούσκωσε σαν μπαλονάκι από το φαί μέχρι που χόρτασε.
Όταν προσπάθησε να σκαρφαλώσει έξω από το καλαθάκι, είδε ότι δεν μπορούσε. Ήταν πολύ φουσκωμένη και δεν χωρούσε να περάσει από την τρύπα!
«Πώς θα σκαρφαλώσω;» σκέφτηκε τρομαγμένο. «Ωχ τι θα κάνω τώρα;»
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή πέρασε ένας αρουραίος και άκουσε το κλαψούρισμα του ποντικού.
«Ποντίκι», είπε ο αρουραίος, «αφού έφαγες ΤΟΣΟ πολύ και φούσκωσες ΤΟΟΟΟΣΟ πολύ... περίμενε τώρα να ξαναγίνεις αδύνατο όπως ήσουν όταν μπήκες, για να ξαναβγεις».
Ο κήπος του Γίγαντα
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας Γίγαντας με έναν υπέροχο κήπο, γεμάτο πολύχρωμα λουλούδια, καταπληκτικά φυτά και δέντρα γεμάτα ευωδιαστά φρούτα.
Κάθε μέρα πήγαιναν παιδάκια να παίξουν στον κήπο του, μα ο εκείνος τα έδιωχνε γεμάτος οργή. Για να τα εμποδίσει μάλιστα να ξαναμπούν, έχτισε έναν τεράστιο τοίχο γύρω από τον κήπο και στεκόταν συνεχώς στην πύλη του φυλώντας τον.
Καθώς οι μέρες περνούσαν ο κήπος άρχισε να χάνει την ομορφιά και τη ζωντάνια του. Τα φρούτα και τα λουλούδια μαράθηκαν και η λάμψη του κήπου ξεθώριασε.
Μία μέρα, ένα μικρό κοριτσάκι, κατάφερε να μπει στον κήπο χωρίς να την προσέξει ο Γίγαντας. Προχώρησε και αφού βρήκε ένα δέντρο, σκαρφάλωσε πάνω του για να κρυφτεί από τον Γίγαντα. Μόλις ανέβηκε πάνω στο δέντρο, εκείνο άρχισε να ανθίζει και να μοσχοβολά.
Βλέποντας το δέντρο να ξαναγίνεται φρέσκο κι όμορφο, ο Γίγαντας κατάλαβε πόσο λάθος ήταν αυτό που είχε κάνει. Άνοιξε αμέσως την πύλη του κήπου και άφησε όλα τα παιδάκια να μπουν μέσα. Χαρούμενες φωνές, γέλια και τραγούδια πλημμύρισαν τον ξεθωριασμένο κήπο, τα λουλούδια άρχισαν ξανά να ανθίζουν, τα δέντρα να γεννούν υπέροχα φρούτα και χίλιες μυρωδιές να γεμίζουν ξανά τον κήπο του Γίγαντα.
Ο Ήλιος και ο Άνεμος
(Εκπαιδευτικός χαρακτήρας ιστορίας: Με την ευγένεια φέρνουμε πάντα καλύτερα αποτελέσματα)
Μια φορά κι ένα καιρό, ο Ήλιος και ο Άνεμος τσακώθηκαν πολύ. Καθένας τους ισχυριζόταν ότι ήταν πιο δυνατός από τον άλλο. Μάλωναν πολλή ώρα, μέχρι που τελικά αποφάσισαν να ανταγωνιστούν στη δύναμη.
«Πλησιάζει ένας ταξιδιώτης. Ας δούμε ποιος θα καταφέρει να του βγάλει το παλτό!» είπε ο Ήλιος.
Ο Άνεμος, σίγουρος για πολύ για τη νίκη, συμφώνησε και διάλεξε πρώτος να δείξει τη δύναμή του. Φύσηξε... και φύσηξε.. και ξαναφύσηξε... με όση δύναμη είχε! Σηκώθηκε αέρας δυνατός και παγωμένος!
Ο ταξιδιώτης τότε έσφιξε πάνω του το παλτό για να ζεσταθεί.
Έπειτα ήταν η σειρά του Ήλιου που άρχισε να λάμπει απαλά, γλυκά, και ο ταξιδιώτης χαλάρωσε το κασκόλ από το λαιμό του.
Ο Ήλιος συνέχισε να λάμπει όλο και περισσότερο. Τότε ο ταξιδιώτης άρχισε να ζεσταίνεται πολύ, μέχρι που έβγαλε το παλτό και το έβαλε στο σακίδιό του.
Τότε ο Άνεμος κατάλαβε ότι η έπαρση και η δύναμη δεν φέρνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Μια φορά κι ένα καιρό, ο Ήλιος και ο Άνεμος τσακώθηκαν πολύ. Καθένας τους ισχυριζόταν ότι ήταν πιο δυνατός από τον άλλο. Μάλωναν πολλή ώρα, μέχρι που τελικά αποφάσισαν να ανταγωνιστούν στη δύναμη.
«Πλησιάζει ένας ταξιδιώτης. Ας δούμε ποιος θα καταφέρει να του βγάλει το παλτό!» είπε ο Ήλιος.
Ο Άνεμος, σίγουρος για πολύ για τη νίκη, συμφώνησε και διάλεξε πρώτος να δείξει τη δύναμή του. Φύσηξε... και φύσηξε.. και ξαναφύσηξε... με όση δύναμη είχε! Σηκώθηκε αέρας δυνατός και παγωμένος!
Ο ταξιδιώτης τότε έσφιξε πάνω του το παλτό για να ζεσταθεί.
Έπειτα ήταν η σειρά του Ήλιου που άρχισε να λάμπει απαλά, γλυκά, και ο ταξιδιώτης χαλάρωσε το κασκόλ από το λαιμό του.
Ο Ήλιος συνέχισε να λάμπει όλο και περισσότερο. Τότε ο ταξιδιώτης άρχισε να ζεσταίνεται πολύ, μέχρι που έβγαλε το παλτό και το έβαλε στο σακίδιό του.
Τότε ο Άνεμος κατάλαβε ότι η έπαρση και η δύναμη δεν φέρνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.